τσελέστα

τσελέστα
η, Ν
είδος μουσικού οργάνου με πλήκτρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. celesta < γαλλ. celesta, τ. ανώμαλα σχηματισμένος από το επίθ. celeste «ουράνιος» (< γαλλ. ciel «ουρανός» < λατ. caelury «ουρανός»)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • Μπάρτοκ, Μπέλα — (Bela Bartok, Ναγκισεντμικλός, Τρανσυλβανία 1881 – Νέα Υόρκη 1945). Ούγγρος συνθέτης. Ένας από τους διασημότερους Ούγγρους συνθέτες του 20ού αι. και μεταξύ των κορυφαίων μορφών της νεώτερης μουσικής. Πιανίστας, συνθέτης και έξοχος μελετητής του… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”